ζμάραγδος

ζμάραγδος
ζμάραγδος
emerald
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”